Λεόν Τρότσκι

H καμπύλη της καπιταλιστικής ανάπτυξης


Γράφτηκε: 21 Απρίλη 1923
Πηγή: Σπάρτακος τ. 59, Μάης 2001
Πρωτοδημοσιεύτηκε: Viestnik Sotsialisticheskoi Akademii τετράδιο αρ.4, Απρίλιος-Ιούλιος
Eπανεκδόσεις: Αγγλικά: περιοδικό IV International το Μάιο του 1941. Γαλλικά: Critiques de l`Economie Politique, αρ.20, Απρίλιος-Ιούνιος 1975.
Ελληνική Μετάφραση: Τάσος Αναστασιάδης
HTML Markup: Aντώνης Μεγρέμης για το ελληνικό Αρχείο των Μαρξιστών στο Internet


Στην εισαγωγή του στην «Πάλη των τάξεων στη Γαλλία» του Μαρξ, ο Ένγκελς γράφει: «Στην εκτίμηση γεγονότων και σειράς από γεγονότα από την καθημερινή ιστορία, δεν θα είναι κανείς ποτέ σε θέση να αναχθεί έως τις τελικές οικονομικές αιτίες. Ακόμα και σήμερα, που ο ειδικός οικονομικός τύπος προσφέρει τόσο άφθονα στοιχεία, είναι αδύνατον ακόμα και στην Αγγλία να παρακολουθήσει κανείς μέρα με τη μέρα την πορεία της βιομηχανίας και του εμπορίου στην παγκόσμια αγορά, όπως και τις αλλαγές που παρατηρούνται στις μεθόδους παραγωγής, έτσι ώστε να μπορέσει, σε κάθε στιγμή, να κάνει ένα συνολικό απολογισμό αυτών των απείρως σύνθετων και πάντα τροποποιούμενων παραγόντων, από τους οποίους επιπλέον, πολύ συχνά, οι πιο σημαντικοί εξακολουθούν να επιδρούν για καιρό στη σκιά πριν να εκδηλωθούν βίαια στην επιφάνεια. Μια σαφής συνολική εικόνα της οικονομικής ιστορίας μιας δεδομένης περιόδου δεν είναι δυνατόν να γίνει την ίδια στιγμή. Μόνο εκ των υστέρων μπορούμε να την αποκτήσουμε, αφού δηλαδή έχουμε μαζέψει και επιλέξει τα στοιχεία. Η στατιστική είναι εδώ ένα απαραίτητο εργαλείο και ακολουθεί πάντα κουτσαίνοντας. Για τη σύγχρονη ιστορία που διεξάγεται τώρα θα χρειαστεί επομένως πολύ συχνά να αναγκαστούμε να θεωρήσουμε τον παράγοντα αυτόν, που είναι ο πιο αποφασιστικός, σαν σταθερό, να μεταχειριστούμε την οικονομική κατάσταση που βρίσκουμε στην αρχή της μελετώμενης περιόδου σαν δεδομένη και αμετάβλητη για όλη την περίοδο ή θα αναγκαστούμε να μην πάρουμε υπόψη μας παρά μόνο τις αλλαγές της κατάστασης που προέρχονται από γεγονότα που είναι προφανή και που μας προσφέρονται επομένως επίσης σαφώς. Κατά συνέπεια, η υλιστική μέθοδος θα πρέπει συχνά να αρκεστεί εδώ να ανάγει τις πολιτικές συγκρούσεις σε πάλη συμφερόντων ανάμεσα στις υπαρκτές κοινωνικές τάξεις και στις φράξιες τάξεων που εμπλέκονται στην οικονομική ανάπτυξη, καθώς και να δείξει πως τα διάφορα πολιτικά κόμματα είναι η περισσότερο ή λιγότερο κατάλληλη έκφραση αυτών των ίδιων τάξεων και ταξικών φραξιών. Είναι προφανές ότι αυτή η αναπόφευκτη παραμέληση των αλλαγών που συμβαίνουν ταυτόχρονα με την οικονομική εξέλιξη, δηλαδή με την ίδια τη βάση όλων των υπό εξέταση γεγονότων, δεν μπορεί παρά να είναι πηγή λαθών». («Η πάλη των τάξεων στη Γαλλία», υπογράμμιση του Λ.Τ.).

Οι ιδέες αυτές που διατυπώνει ο Ένγκελς λίγο πριν το θάνατό του δεν αναπτύχθηκαν περισσότερο από κανέναν κατόπιν. Απ’όσο θυμάμαι, αναφέρονται μάλιστα αρκετά σπάνια —πολύ πιο σπάνια απ’ό,τι θα έπρεπε. Επιπλέον, η σημασία τους μοιάζει να έχει διαφύγει από πολλούς μαρξιστές. Η εξήγηση αυτού πρέπει, για μια ακόμα φορά, να αναζητηθεί στις αιτίες που αναφέρει ο Ένγκελς και που αντιτάσσονται σε κάθε είδους τελειωμένη οικονομική ερμηνεία της σύγχρονης ιστορίας.

Είναι πολύ δύσκολο έργο να λύσει κανείς σε όλη του την έκταση το πώς καθορίζονται οι υπόγειες ωθήσεις που μεταδίδει η οικονομία στην πολιτική σήμερα. Και όμως, η εξήγηση των πολιτικών φαινομένων δεν μπορεί να μετατεθεί για το μέλλον, γιατί η πάλη δεν περιμένει. Από αυτό πηγάζει η ανάγκη να καταφεύγουμε, στην καθημερινή πολιτική δραστηριότητα, σε αυτές τις τόσο γενικές εξηγήσεις, που με τη χρήση τους μετατρέπονται σε κοινοτοπίες.

Όσον καιρό η πολιτική κρατάει τις ίδιες μορφές, παραμένει στα ίδια κανάλια, με τους ίδιους περίπου ρυθμούς, δηλαδή όσον καιρό η συσσώρευση οικονομικής ποσότητας δεν μετατρέπεται σε αλλαγή πολιτικής ποιότητας, αυτός ο τύπος ερμηνευτικών εννοιών («τα συμφέροντα της αστικής τάξης», «ιμπεριαλισμός», «φασισμός») φτάνει πάνω κάτω το στόχο του: όχι για να ερμηνευτεί ένα πολιτικό γεγονός σε όλη του την πραγματικότητα, αλλά για να αναχθεί σε ένα γνωστό κοινωνικό τύπο, πράγμα που, βέβαια, έχει μια ανεκτίμηση αξία.

Αλλά όταν εμφανιστεί μια σοβαρή αλλαγή της κατάστασης, και ακόμα περισσότερο αν πρόκειται για ριζική αλλαγή, τότε τόσο γενικές εξηγήσεις αποδεικνύονται πλήρως ακατάλληλες και μετατρέπονται μάλιστα σε κενές κοινοτοπίες. Σε αυτές τις περιπτώσεις, είναι πάντα αναγκαίο να αναλύεται πολύ περισσότερο το βάθος, για να καθοριστεί η ποιοτική πλευρά και, ει δυνατόν, για να μετρηθούν και ποσοτικά οι ωθήσεις που δίνει η οικονομία στην πολιτική.

Οι διακυμάνσεις της οικονομικής συγκυρίας (μπουμ, ύφεση, κρίση) είναι ήδη το σήμα πολιτικών ωθήσεων που οδηγούν στη δημιουργία αλλαγών, άλλοτε ποιοτικών, άλλοτε ποσοτικών, καθώς και σε νέους σχηματισμούς στον πολιτικό χώρο. Τα έσοδα της τάξης των κατόχων, ο κρατικός προϋπολογισμός, οι μισθοί, η ανεργία, οι αναλογίες του εξωτερικού εμπορίου, κλπ., συνδέονται στενά με την οικονομική συγκυρία και, με τη σειρά τους, ασκούν την πιο άμεση επιρροή στην πολιτική. Αυτό από μόνο του αρκεί για να γίνει κατανοητό το πόσο σημαντικό και γόνιμο είναι να παρακολουθήσει κανείς βήμα προς βήμα την ιστορία των πολιτικών κομμάτων, των κρατικών θεσμών, κλπ., σε σχέση με τους κύκλους της οικονομικής ανάπτυξης. Δεν θέλουμε να πούμε καθόλου ότι οι κύκλοι αυτοί εξηγούν τα πάντα: αυτό αποκλείεται, για τον απλό λόγο ότι οι ίδιοι οι κύκλοι δεν αποτελούν θεμελιώδη οικονομικά φαινόμενα, αλλά παρεπόμενα. Διεξάγονται πάνω στη βάση της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων μέσα από τη μεσολάβηση των σχέσεων της αγοράς. Αλλά οι κύκλοι εξηγούν, ωστόσο, πολλά πράγματα, διαμορφώνοντας, μέσα από έναν αυτοματισμένο παλμό, έναν αναγκαίο διαλεκτικό κρίκο μέσα στο μηχανισμό της καπιταλιστικής κοινωνίας. Τα σημεία ρήξης της εμπορικής και βιομηχανικής συγκυρίας μας οδηγηούν πιο κοντά στα κρίσιμα σημεία του καμβά της ανάπτυξης των πολιτικών τάσεων, της νομοθεσίας και όλων των μορφών ιδεολογίας. Αλλά ο καπιταλισμός δεν χαρακτηρίζεται μόνο από την περιοδική επανάλειψη των κύκλων —αλλιώς αυτό που θα συνέβαινε θα ήταν μια σύνθετη επανάλειψη και όχι μια δυναμική ανάπτυξη. Η ουσιαστική διαφορά μεταξύ τους καθορίζεται από ποσοτικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ της κρίσης και της περιόδου άνθισης μέσα σε κάθε δεδομένο κύκλο. Εάν η άνθιση υπερ-αντισταθμίζει κατά πολύ τις καταστρεπτικές επιπτώσεις της προηγούμενης κρίσης, τότε η καπιταλιστική ανάπτυξη πάει μπροστά. Εάν η κρίση που σηματοδοτεί την καταστροφή, ή πάντως τη μείωση, παραγωγικών δυνάμεων ξεπερνάει σε ένταξη την αντίστοιχη άνθιση, τότε το αποτέλεσμα είναι μαρασμός στην οικονομία. Τέλος, εάν η κρίση και η άνθιση ισούνται περίπου σε δύναμη, τότε έχουμε μια προσωρινή ισορροπία στην οικονομία. Νά ποιο είναι περίπου το σχήμα σε καθαρή μορφή.

Παρατηρούμε στην ιστορία ότι οι ομογενείς κύκλοι συγκεντρώνονται μαζί σε σειρές. Έχουμε μια ολόκληρη εποχή καπιταλιστικής ανάπτυξη όταν ένας αριθμός από κύκλους χαρακτηρίζονται από σαφώς διακριτές ανθίσεις και από εφήμερες και αδύναμες κρίσεις. Το αποτέλεσμα είναι μια κίνηση καθαρά ανοδική της θεμελιώδους καμπύλης της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Εποχές στασιμότητας έχουμε όταν η καμπύλη αυτή, παρόλο που περνάει από κυκλικές διακυμάνσεις, μένει περίπου στο ίδιο επίπεδο για δεκαετίες. Και, τέλος, σε ορισμένες ιστορικές περιόδους, η θεμελιώδης καμπύλη, παρόλο που εξακολουθεί πάντα να γνωρίζει κυκλικές διακυμάνσεις, συνολικά φθίνει, σηματοδοτώντας την παρακμή των παραγωγικών δυνάμεων. Είναι ήδη δυνατόν να διατυπώσει εκ των προτέρων κανείς ότι οι εποχές ενεργητικής ανάπτυξης του καπιταλισμού πρέπει να έχουν χαρακτηριστικά —στην πολιτική, στο δίκαιο, στη φιλοσοφία, στην ποίηση- πολύ διαφορετικά από τις εποχές οικονομικής στασιμότητας ή παρακμής. Επιπλέον, η μετάβαση από μια εποχή τέτοιου τύπου σε μια εποχή διαφορετικού τύπου πρέπει προφανώς να παράγει τους πιο μεγάλους κλονισμούς στις σχέσεις μεταξύ τάξεων και κράτους.

Στο 3ο Συνέδριο της Κομιντέρν, χρειάστηκε να υπογραμμίσουμε το σημείο αυτό —στο πλαίσιο της πάλης ενάντια στις καθαρά μηχανιστικές αντιλήψεις για την καπιταλιστική αποσύνθεση που παρατηρείται σήμερα. Εάν οι περιοδικές αντικαταστάσεις των «κανονικών» μπουμ με τις «κανονικές» κρίσεις έχουν επιδράσεις σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής, τότε μια μετάβαση από μια ολόκληρη εποχή άνθισης σε μια ολόκληρη εποχή παρακμής, ή αντιστρόφως, δημιουργεί τους πιο μεγάλους ιστορικούς κλονισμούς. Και δεν είναι δύσκολο να δειχτεί πως σε πολλές περιπτώσεις οι επαναστάσεις και οι πόλεμοι διαπερνούν τα σύνορα μεταξύ δύο διαφορετικών εποχών οικονομικής ανάπτυξης, δηλαδή την τομή ανάμεσα σε δύο διαφορετικά τμήματα της καπιταλιστικής καμπύλης. Το να αναλυθεί η σύγχρονη ιστορία από την οπτική αυτήν είναι πράγματι ένα από τα πιο επαρκή έργα του διαλεκτικού υλισμού.

Μετά το Τρίτο Παγκόσμιο Συνέδριο της Κομιντέρν, ο καθηγητής Κοντράτιεφ καταπιάστηκε με το πρόβλημα —αρνούμενος ως συνήθως να αναφερθεί στη διατύπωση του προβλήματος που είχε υιοθετήσει το ίδιο το συνέδριο. Επεχείρησε να επεξεργαστεί, δίπλα στην έννοια του «σύντομου κύκλου», που καλύπτει μια περίοδο δέκα χρόνων, την έννοια ενός μακρόχρονου κύκλου, που καλύπτει περίπου πενήντα χρόνια. Με αυτή την κατασκευή, την στυλιζαρισμένα συμμετρική, ένας μακρόχρονος οικονομικός κύκλος περιέχει περίπου πέντε σύντομους κύκλους. Επιπλέον, οι μισοί από αυτούς έχουν αναπτυξιακό χαρακτήρα, ενώ οι άλλοι μισοί έχουν χαρακτήρα κρίσης, με όλες τις αναγκαίες φάσεις μετάβασης. Ο στατιστικός αυτός καθορισμός των μακρόχρονων κύκλων που επεξεργάστηκε ο Κοντράτιεφ θα έπρεπε να υπαχθεί σε προσεκτική επιβεβαίωση, τόσο για την κάθε χώρα ξεχωριστά όσο και για την παγκόσμια αγορά στο σύνολό της. Είναι ήδη δυνατόν να καταρρίψει κανείς εκ των προτέρων τις προσπάθειες του καθηγητή Κοντράτιεφ να μελετήσει τους μακρόχρονους κύκλους μεταθέτοντας την αυστηρή ρυθμική που βλέπουμε στους σύντομους κύκλους. Είναι τελείως προφανές ότι πρόκειται για μια λαθεμένη γενίκευση μιας τυπικής αναλογίας.

Η περιοδική επανάλειψη των σύντομων κύκλων εξαρτάται από την εσωτερική δυναμική των δυνάμεων του καπιταλισμού. Εμφανίζεται παντού και πάντα, από τότε που υπάρχει αγορά. Εάν, αντίθετα, θεωρήσουμε τα μεγάλα τμήματα της καμπύλης της καπιταλιστικής ανάπτυξης (50 χρόνια) που ο καθηγητής Κοντράτιεφ προτείνει κάπως γρήγορα να ονομάσουμε επίσης κύκλους, τότε ο χαρακτήρας τους και η διάρκειά τους καθορίζονται, όχι από το αποτέλεσμα των εσωτερικών δυνάμεων του καπιταλισμού, αλλά από το εξωτερικό περιβάλλον μέσα στο οποίο πραγματοποιείται η καπιταλιστική ανάπτυξη. Η κατάκτηση από τον καπιταλισμό νέων χωρών και ηπείρων, η ανακάλυψη νέων φυσικών πόρων και, με βάση τα δύο αυτά στοιχεία, και γεγονότα «υπερδομικής» τάξης τόσο σημαντικά όσο και πόλεμοι ή επαναστάσεις, όλα αυτά είναι που καθορίζουν το χαρακτήρα και τη διαδοχή ανοδικών, στάσιμων ή παρακμαζουσών εποχών της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Προς τα πού θα πρέπει, επομένως, να προσανατολιστεί η έρευνα;

Πρώτα-πρώτα, θα πρέπει να εντοπιστεί η καμπύλη της καπιταλιστικής ανάπτυξης, τόσο στις φάσεις της, την μη περιοδική (θεμελιώδης) και την περιοδική (δευτερεύουσα), καθώς και τα σημεία καμπής τους (ή ρήξης τους), σε σχέση με τις διάφορες χώρες που μας ενδιαφέρουν και σε σχέση με την παγκόσμια αγορά στο σύνολό της. Αυτό είναι το πρώτο τμήμα του έργου. Όταν θα έχουμε χαράξει την καμπύλη (η μέθοδος για να γίνει αυτό είναι, βεβαίως, από μόνο του ένα ειδικό πρόβλημα και με κανέναν τρόπο απλό, αλλά ανήκει στο χώρο της τεχνικής της οικονομικής στατιστικής), τότε μπορούμε να την χωρίσουμε σε περιόδους, που θα εξαρτώνται από την κλίση (αρνητική ή θετική) σε σχέση με ένα σύστημα αξόνων σε ένα γράφημα. Με τον τρόπο αυτόν, θα έχουμε ένα περιγραφικό σχήμα της καπιταλιστικής ανάπτυξης, δηλαδή το χαρακτηρισμό «της ίδιας της βάσης όλων των γεγονότων για εξέταση» (Ένγκελς). Σύμφωνα με την πραγματικότητα και τις λεπτομέρειες της έρευνας, μπορεί να χρειαστούμε διάφορα τέτοια σχήματα: ένα για τη γεωργία, ένα άλλο για τη βαριά βιομηχανία, κλπ. Το σχήμα αυτό, σαν αφετηρία, πρέπει κατόπιν να συγχρονιστεί με τα πολιτικά γεγονότα (με την πιο πλατιά έννοια του όρου) και μπορούμε τότε να ψάξουμε όχι μόνο την αντιστοιχία —ή, για να είμαστε πιο προσεκτικοί, τις διαπλοκές ανάμεσα στις εποχές της κοινωνικής ζωής που διαγράφονται με σαφήνεια και στα τμήματα της καμπύλης της καπιταλιστικής ανάπτυξης που διαγράφονται επίσης με σαφήνεια—, αλλά και τις άμεσες υπόγειες ωθήσεις από τις οποίες ξεκινούν τα γεγονότα. Με τη μέθοδο αυτήν, δεν είναι προφανώς δύσκολο να πέσει κανείς στον πιο χυδαίο σχηματικισμό και, κυρίως, να αγνοήσει τη σκληρή εσώτερη εξάρτηση και τη σύζευξη ιδεολογικών φαινομένων —για να ξεχάσει το γεγονός ότι η οικονομία είναι αποφασιστική μόνο σε τελευταία ανάλυση. Δεν λείπουν τα γελοιογραφικά πορίσματα από τη μαρξιστική μέθοδο! Αλλά, εξαιτίας αυτού, το να αρνηθεί κανείς να προχωρήσει στη διατύπωση του ζητήματος έτσι όπως αναφέραμε πιο πάνω («μυρίζει οικονομισμό») σημαίνει ότι εγκαταλείπει τελείως την κατανόηση της ουσίας του μαρξισμού, που ψάχνει τις αιτίες των αλλαγών της κοινωνικής υπερδομής μέσα στις αλλαγές των οικονομικών θεμελίων και πουθενά αλλού.

Και, με τον κίνδυνο να προσελκύσουμε τις θεωρητικές κατακεραυνώσεις των αντιπάλων του «οικονομισμού» (αλλά και με μια πρόθεση να προκαλέσουμε κάπως την αγανάκτησή τους), παρουσιάζουμε εδώ ένα σχηματικό γράφημα, που περιγράφει αυθαίρετα μια καμπύλη καπιταλιστικής ανάπτυξης σε μια περίοδο 90 χρόνων, σύμφωνα με τη μέθοδο που αναφέραμε. Η γενική κατεύθυνση της καμπύλης καθορίζεται από το χαρακτήρα των τμηματικών συγκυριακών καμπυλών που την αποτελούν. Στο σχήμα μας, τρεις περίοδοι διακρίνονται σαφώς:

- 20 χρόνια πολύ βαθμιαίας καπιταλιστικής ανάπτυξης (τμήμα ΑΒ).

- 40 χρόνια ενεργητικής επέκτασης (τμή ΒΔ).

- 30 χρόνια παρατεταμένης κρίσης και μαρασμού (τμήμα Ε-).






















Εάν εισάγουμε στο διάγραμμα αυτό τα πιο σημαντικά γεγονότα για την κάθε αντίστοιχη περίοδο, τότε η περιγραφική παράθεση των κύριων πολιτικών γεγονότων και των διακυμάνσεων της καμπύλης αρκεί από μόνη της για να δείξει ότι πρόκειται για ανεκτίμητα αφετηριακά σημεία για ιστορικές υλιστικές έρευνες. Ο παραλληλισμός μεταξύ πολιτικών γεγονότων και οικονομικών αλλαγών είναι, ασφαλώς, πολύ σχετικός. Η «υπερδομή» καταγράφει και αντικατοπτρίζει τους νέους σχηματισμούς της οικονομικής σφαίρας μόνο με αρκετή χρονική καθυστέρηση. Είναι ένας γενικός νόμος. Αλλά ο νόμος αυτός πρέπει να ειδωθεί απογυμνωμένα μέσα από μια συγκεκριμένη έρευνα των σύνθετων αυτών σχέσεων, των οποίων εδώ δίνουμε απλώς ένα σχήμα.

Στην εισήγηση στο 3ο Παγκόσμιο Συνέδριο απεικονίσαμε την ιδέα μας με ορισμένα ιστορικά παραδείγματα που πήραμε από την περίοδο της επανάστασης του 1848, την περίοδο της πρώτης ρώσικης επανάστασης (1905) και από την περίοδο που περνάμε σήμερα (1920-1921). Παραπέμπουμε τον αναγνώστη σε αυτά τα παραδείγματα. Δεν προσφέρουν τίποτα το ολοκληρωμένο, αλλά χαρακτηρίζουν αρκετά καλά την εξαιρετική σημασία της προσέγγισης που προτείνουμε, κυρίως στο να κατανοήσουμε τα πιο κρίσιμα άλματα της ιστορίας: τους πολέμους και τις επαναστάσεις. Εάν σε αυτό το γράμμα χρησιμοποιούμε ένα τελείως αυθαίρετο περιγραφικό σχήμα, χωρίς να ψάξουμε να το βασίσουμε σε μια πραγματική περίοδο της ιστορίας, αυτό το κάνουμε γιατί ένα τέτοιο εγχείρημα θα έμοιαζε πολύ με μια απερίσκεπτη προεξόφληση των αποτελεσμάτων μιας σύνθετης και προσεγμένης έρευνας που μένει ακόμα να γίνει.

Σήμερα, εξακολουθεί να είναι αδύνατον να προβλέψουμε ακριβώς ποιά τμήματα του χώρου της ιστορίας θα διευκρινιστούν και ποιές διευκρινίσεις θα δοθούν μέσα από μια υλιστική έρευνα που θα διέθετε μια πιο συγκεκριμένη μελέτη της καμπύλης της καπιταλιστικής ανάπτυξης και των αλληλεπιδράσεων αυτής με όλες τις πλευρές της κοινωνικής ζωής. Τα συμπεράσματα που θα μπορούσαμε να έχουμε με αυτόν τον τρόπο δεν μπορούν να καθοριστούν παρά μόνο σαν αποτέλεσμα μιας τέτοιας έρευνας, που πρέπει να είναι πιο συστηματική, πιο τακτική απ’όλες τις ιστορικές υλιστικές προσπάθειες που έχουν γίνει ώς τώρα.

Σε κάθε περίπτωση, μια τέτοια προσέγγιση της σύγχρονης ιστορίας υπόσχεται να εμπλουτίσει τη θεωρία του ιστορικού υλισμού με πολύ πιο πολύτιμες συμβολές από την εξαιρετικά αμφίβολη ταχυδακτυλουργία με έννοιες και όρους της διαλεκτικής μεθόδου που έχει μεταφέρει, στην πένα ορισμένων από τους μαρξιστές μας, τις μεθόδους του φορμαλισμού στο χώρο της υλιστικής διαλεκτικής και έχει οδηγήσει τη δουλειά τους στο να διατυπώνουν ορισμούς και ταξινομήσεις και να χωρίζουν κενές αφαιρέσεις σε άλλα τόσα τμήματα εξίσου κενά. Η ταχυδακτυλουργία αυτή έχει, με λίγα λόγια, παραποιήσει το μαρξισμό με τις αδιάντροπα περίτεχνες μεθόδους των καντιανών επιγόνων. Είναι πολύ γελοίο, βέβαια, να ακονίζει κανείς συνεχώς ένα εργαλείο, έως ότου φάει τελείως το χάλυβα του μαρξισμού, όταν το καθήκον είναι να χρησιμοποιήσει το εργαλείο του για να δουλέψει το ακατέργαστο υλικό!

Κατά τη γνώμη μας, το θέμα αυτό μπορεί να προσφέρει υλικό για μια από τις πιο γόνιμες εργασίες των μαρξιστικών μας σεμιναρίων ιστορικού υλισμού. Ανεξάρτητες έρευνες που στο πλαίσιο αυτό θα έριχναν ασφαλώς νέο φως ή τουλάχιστον θα φώτιζαν ακόμα περισσότερο τα μεμονωμένα ιστορικά γεγονότα και ολόκληρες εποχές. Τέλος, η ίδια η συνήθεια να σκέφτεται κανείς σε όρους των προαναφερόμενων κατηγοριών θα διευκόλυνε πολύ τον πολιτικό προσανατολισμό σήμερα, που περνούμε μια εποχή η οποία αποκαλύπτει περισσότερο καθαρά από ποτέ τη σχέση μεταξύ καπιταλιστικής οικονομίας, που έχει φτάσει σε σημείο κορεσμού, και καπιταλιστικής πολιτικής, που έχει γίνει τελείως αχαλίνωτη.

Υποσχέθηκα, εδώ και πολύ καιρό, να αναπτύξω το θέμα αυτό για την Viestnik Sotsialisticheskoi Akademii. Έως σήμερα, οι περιστάσεις με εμπόδισαν να κρατήσω την υπόσχεσή μου αυτήν. Δεν είμαι σίγουρος ότι θα μπορέσω να την ολοκληρώσω σε σύντομο χρονικό διάστημα. Για αυτό αρκούμε για την ώρα στην επιστολή μου αυτήν.

21 Απριλίου 1923

Λεόν Τρότσκι

 


 

Πίσω στο Αρχείο Τρότσκι
Πίσω στο Ελληνικό Αρχείο Μαρξιστών